σκαπτήρ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[σκάπτειρα]], Α<br />αυτός που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαπ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήρ</i> / <i>θρέπ</i>-<i>τειρα</i>)]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[σκάπτειρα]], Α<br />αυτός που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαπ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήρ</i> / <i>θρέπ</i>-<i>τειρα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκαπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
German (Pape)
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].
Greek Monotonic
σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).