σμίνθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ποντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ποντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμίνθος:''' ὁ, [[ποντικός]] (Κρητική [[λέξη]]), σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμίνθος Medium diacritics: σμίνθος Low diacritics: σμίνθος Capitals: ΣΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: smínthos Transliteration B: sminthos Transliteration C: sminthos Beta Code: smi/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A mouse (Mysian word, Sch.Il.1.39), A.Fr.227, Lyc. 1306, AP9.410 (Tull. Sab.), Str.13.1.48 (where codd. σμίνθιοι):— also σμίνθα, ἡ, Hsch.—Cf. Σμινθεύς.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, seltener σμίνθα, ἡ, eine Maus, meist nur bei Dichtern, Aesch. frg. 208, Lycophr. 1307; auch Ael. H. A. 12, 5; nach Schol. Ven. Il. 1, 39 ein kretisches Wort.

Greek (Liddell-Scott)

σμίνθος: ὁ, μῦς, ποντικὸς (λέξις Κρητική, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 39), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226, Λυκόφρ. 1307, Ἀνθ. Π. 9. 410, Στράβ. 613 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα σμίνθιοι), Ἡσύχ.· - Πρβλ. Σμινθεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rat, animal.
Étymologie: DELG mot mysien.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από την περιοχή της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία].

Greek Monotonic

σμίνθος: ὁ, ποντικός (Κρητική λέξη), σε Ανθ.