συμμεταχειρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταχειρίζομαι]] «[[χρησιμοποιώ]], [[διευθετώ]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> [[φροντίζω]] για [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταχειρίζομαι]] «[[χρησιμοποιώ]], [[διευθετώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμμεταχειρίζομαι:''' αποθ., [[φροντίζω]] για [[κάτι]] μαζί με άλλους, σε Ισαίο. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Med,
A take charge of along with, μεθ' ἡμῶν τὸ σῶμα Is.8.22.
German (Pape)
[Seite 981] mit, zugleich handhaben, behandeln, σῶμα μεθ' ὑμῶν Isae. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταχειρίζομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος ὁμοῦ μετά τινος, μεθ’ ἡμῶν τὸ σῶμα Ἰσαῖ. 71. 17.
French (Bailly abrégé)
manier ensemble.
Étymologie: σύν, μεταχειρίζω.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) φροντίζω για κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταχειρίζομαι «χρησιμοποιώ, διευθετώ»].
Greek Monotonic
συμμεταχειρίζομαι: αποθ., φροντίζω για κάτι μαζί με άλλους, σε Ισαίο.