σιδηρουργεῖον: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />atelier de forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σιδηρουργός]]. | |btext=ου (τό) :<br />atelier de forgeron.<br />'''Étymologie:''' [[σιδηρουργός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐδηρουργεῖον:''' τό (*[[ἔργω]]), [[σιδηρουργείο]], [[τόπος]] κατεργασίας σιδήρου, [[σιδεράδικο]], [[σιδηροπωλείο]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A iron-mine, Str.4.2.2, 5.1.8, 17.2.2.
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisengrube, Eisenschmiede, Strab. 4, 2, 2 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρουργεῖον: τό, ἐργαστήριον σιδήρου, Στράβ. 191, 214, 821.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de forgeron.
Étymologie: σιδηρουργός.
Greek Monotonic
σῐδηρουργεῖον: τό (*ἔργω), σιδηρουργείο, τόπος κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο, σιδηροπωλείο, σε Στράβ.