στρυφνότης: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> saveur âcre, acerbe;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> caractère âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' [[στρυφνός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> saveur âcre, acerbe;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> caractère âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' [[στρυφνός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρυφνότης:''' -ητος, ἡ, [[οξεία]], δριμεία, [[στυφή]] [[γεύση]]· μεταφ., [[τραχύτητα]], [[δυστροπία]] χαρακτήρα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465. II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.
German (Pape)
[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.
Greek (Liddell-Scott)
στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.
Greek Monotonic
στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.