συνεπιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_14)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιλαμβάνομαι''': Μέσ.· ― ἐπιλαμβάνομαι [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ ἐγὼ [[μέρος]], συμβοηθῶ, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 3. 48., 5. 45, ἴδε Θουκ. 8. 2β· [[οὕτως]] ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 115 (πρβλ. [[συλλαμβάνω]] VI, [[προσεπιλαμβάνω]] ΙΙ. 2). 2) σ. τινί τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], σ. τινι τοῦ ἔργου Λουκ. Πρ. 13, πρβλ. Εἰκ. 8· σ. τινι σωτηρίας, βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ σωθῇ, Πολύβ. 11. 24, 8, κτλ.· σ. τινι τοῦ φόβου, συντελῶ εἰς αὔξησιν τοῦ φόβου, Θουκ. 6. 70· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[ὑποστηρίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 3. 74, Πολύβ. 5. 90, 2, κτλ. 3) [[μετὰ]] γεν. προσ., [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινός, Πλουτ. Θεμιστ. 12. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, [[οἷον]], λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος λόγῳ καὶ ἔργῳ, Θουκ. 2. 8· τινί τινος Μάξ. Τύρ. 14. 7· τινὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 16. 8· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ τινὰ εἰς..., ὁ αὐτ. 21. 4· ― ἀπολ., βοηθῶ, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 3, 3. ― Πρβλ. [[προσεπιλαμβάνω]] ΙΙ. 2.
|lstext='''συνεπιλαμβάνομαι''': Μέσ.· ― ἐπιλαμβάνομαι [[ὁμοῦ]], [[λαμβάνω]] καὶ ἐγὼ [[μέρος]], συμβοηθῶ, [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 3. 48., 5. 45, ἴδε Θουκ. 8. 2β· [[οὕτως]] ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 115 (πρβλ. [[συλλαμβάνω]] VI, [[προσεπιλαμβάνω]] ΙΙ. 2). 2) σ. τινί τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], σ. τινι τοῦ ἔργου Λουκ. Πρ. 13, πρβλ. Εἰκ. 8· σ. τινι σωτηρίας, βοηθῶ τινα [[ὥστε]] νὰ σωθῇ, Πολύβ. 11. 24, 8, κτλ.· σ. τινι τοῦ φόβου, συντελῶ εἰς αὔξησιν τοῦ φόβου, Θουκ. 6. 70· ― [[μετὰ]] δοτ. προσ. μόνον, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος, [[ὑποστηρίζω]] τινά, ὁ αὐτ. 3. 74, Πολύβ. 5. 90, 2, κτλ. 3) [[μετὰ]] γεν. προσ., [[λαμβάνω]] τὸ [[μέρος]] τινός, Πλουτ. Θεμιστ. 12. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, [[οἷον]], λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινι, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] μετά τινος λόγῳ καὶ ἔργῳ, Θουκ. 2. 8· τινί τινος Μάξ. Τύρ. 14. 7· τινὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 16. 8· [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., βοηθῶ τινὰ εἰς..., ὁ αὐτ. 21. 4· ― ἀπολ., βοηθῶ, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 3, 3. ― Πρβλ. [[προσεπιλαμβάνω]] ΙΙ. 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπιλαμβάνομαι:'''<b class="num">I. 1.</b> Μέσ., [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με άλλους, [[συνεπικουρώ]], με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος</i>, [[συμβάλλω]] από κοινού σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]] κάποιον σε [[κάτι]], [[συνεργώ]], [[συμπράττω]], σε Λουκ.· <i>συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου</i>, συμβάλω στην [[αύξηση]] του φόβου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[παίρνω]] το [[μέρος]] κάποιου, τον [[υποστηρίζω]] ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί</i>, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον τόσο στα [[λόγια]] όσο και στα έργα, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιλαμβάνομαι: Μέσ.· ― ἐπιλαμβάνομαι ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ ἐγὼ μέρος, συμβοηθῶ, μετὰ γεν. πράγμ., τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 3. 48., 5. 45, ἴδε Θουκ. 8. 2β· οὕτως ἀπολ., ὁ αὐτ. 1. 115 (πρβλ. συλλαμβάνω VI, προσεπιλαμβάνω ΙΙ. 2). 2) σ. τινί τινος, λαμβάνω μέρος μετά τινος, ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, σ. τινι τοῦ ἔργου Λουκ. Πρ. 13, πρβλ. Εἰκ. 8· σ. τινι σωτηρίας, βοηθῶ τινα ὥστε νὰ σωθῇ, Πολύβ. 11. 24, 8, κτλ.· σ. τινι τοῦ φόβου, συντελῶ εἰς αὔξησιν τοῦ φόβου, Θουκ. 6. 70· ― μετὰ δοτ. προσ. μόνον, λαμβάνω μέρος μετά τινος, ὑποστηρίζω τινά, ὁ αὐτ. 3. 74, Πολύβ. 5. 90, 2, κτλ. 3) μετὰ γεν. προσ., λαμβάνω τὸ μέρος τινός, Πλουτ. Θεμιστ. 12. ΙΙ. ἐνίοτε τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης, οἷον, λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινι, λαμβάνω μέρος μετά τινος λόγῳ καὶ ἔργῳ, Θουκ. 2. 8· τινί τινος Μάξ. Τύρ. 14. 7· τινὶ πρός τι ὁ αὐτ. 16. 8· μετὰ δοτ. πράγμ., βοηθῶ τινὰ εἰς..., ὁ αὐτ. 21. 4· ― ἀπολ., βοηθῶ, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 3, 3. ― Πρβλ. προσεπιλαμβάνω ΙΙ. 2.

Greek Monotonic

συνεπιλαμβάνομαι:I. 1. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με άλλους, συνεπικουρώ, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινί τινος, συμβάλλω από κοινού σε κάτι ή βοηθώ κάποιον σε κάτι, συνεργώ, συμπράττω, σε Λουκ.· συνεπιλαμβάνομαί τινι τοῦ φόβου, συμβάλω στην αύξηση του φόβου, σε Θουκ.
2. με γεν. προσ., παίρνω το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω ή τον υπερασπίζομαι, σε Πλούτ.
II. Ενεργ. με την ίδια σημασία, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί, λαμβάνω μέρος σε κάτι από κοινού με κάποιον τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, σε Θουκ.