σχοινῖτις: Difference between revisions
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχοινίτης]]. | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχοινίτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.
Greek Monotonic
σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.