τεκμηριόω: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
|btext=-ῶ :<br />donner une preuve, prouver.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμήριον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκμηριόω:''' μέλ. <i>τεκμηριώσω</i>, [[αποδεικνύω]] με [[βεβαιότητα]], σε Θουκ.· <i>εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι</i>, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε [[ὅτι]]..., τέτοια βέβαιη [[απόδειξη]] έδωσε στο [[γεγονός]] ότι..., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμηριόω Medium diacritics: τεκμηριόω Low diacritics: τεκμηριόω Capitals: ΤΕΚΜΗΡΙΟΩ
Transliteration A: tekmērióō Transliteration B: tekmērioō Transliteration C: tekmirioo Beta Code: tekmhrio/w

English (LSJ)

   A prove positively, Th.1.3, D.H.1.89, etc.; Ὅμηρος . . εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Th.1.9; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι . .thus much evidence he gave to the fact that... Id.3.104; of symptoms, indicate, Orib.Syn. 9.43:—Pass., to be proved, τισι by facts, D.C.75.13.    II later in Med., draw inferences, Phld.D.3.8, Ph.2.505, A.D.Pron.87.7; ἀπό τινων Phld.Sign.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 1082] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμηριόω: ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = τεκμαίρομαι παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une preuve, prouver.
Étymologie: τεκμήριον.

Greek Monotonic

τεκμηριόω: μέλ. τεκμηριώσω, αποδεικνύω με βεβαιότητα, σε Θουκ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι..., τέτοια βέβαιη απόδειξη έδωσε στο γεγονός ότι..., στον ίδ.