τετράμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράμηνος]], -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[πετράμεινος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τεσσάρων μηνών («τετράμηνη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, [[τετραμηνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>μηνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράμηνος]], -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[πετράμεινος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τεσσάρων μηνών («τετράμηνη [[προθεσμία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, [[τετραμηνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>μηνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράμηνος:''' [ᾰ], -ου ([[μήν]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] μήνες, που διαρκεί [[τέσσερις]] μήνες, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνος Medium diacritics: τετράμηνος Low diacritics: τετράμηνος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: tetrámēnos Transliteration B: tetramēnos Transliteration C: tetraminos Beta Code: tetra/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν)

   A of four months, lasting four months, σπονδαί Th.5.63; τετράμηνοι ὀχεύουσι at four months old, Arist.HA545b1; τετράμηνον for a space of four months, ib.573a13, cf. PCair.Zen.291,498 (iii B.C.), etc.; ἡ πρώτη τ. SIG410.4 (Erythrae, iii B.C.); so τετράμηνα Hp.Aph.4.1: Boeot. πετράμεινος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράμηνος: [ᾰ], -ον, (μὴν) ὁ ἐκ τεσσάρων μηνῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ τέσσαρας μῆνας διαρκῶν, σπονδαὶ Θουκ. 5. 63· τετράμηνοι ὀχεύουσι, εἰς ἡλικίαν τεσσάρων μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12· τετράμηνον, χρονικὸν διάστημα τεσσάρων μηνῶν, αὐτόθι 6. 18, 22· οὕτω τετράμηνα Ἱππ. Ἀφ. 1249.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre mois, qui dure quatre mois.
Étymologie: τέσσαρες, μήν².

English (Thayer)

τετράμηνον (from τέτρα, which see, and μήν; cf. Lob. ad. Phryn., p. 549), of four months, lasting four months: τετράμηνος ἐστιν, namely, χρόνος, τετράμηνον ἐστιν, as in Alex.; Thucydides, Aristotle, Polybius, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράμηνος, -ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, -ον, Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία»)
2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το τετράμηνο(ν)
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετραμηνία
αρχ.
(για έμβρυα) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑξά-μηνος].

Greek Monotonic

τετράμηνος: [ᾰ], -ου (μήν), αυτός που αποτελείται από τέσσερις μήνες, που διαρκεί τέσσερις μήνες, σε Θουκ.