τορνευτολυρασπιδοπηγός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>κωμ. λ.</b>) (στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τορνευτής]] <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>κωμ. λ.</b>) (στον <b>Αριστοφ.</b>) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τορνευτής]] <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[μπήγω]], [[στερεώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τορνευτολῠρασπῐδοπηγός:''' ὁ ([[τορνεύω]], [[λύρα]], [[ἀσπίς]], [[πήγνυμι]]), [[κουρδιστής]] λύρας και [[κατασκευαστής]] ασπίδας, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

English (LSJ)

ὁ,

   A lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der Lyren drechselt und Schilder verfertigt, komisches Wort bei Ar. Av. 491; die alte v. l. τορνευτασπιδολυροπηγός ist gegen den Vers.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ, ὁ τορνεύων λύρας καὶ κατασκευάζων ἀσπίδας, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 491.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant-de-boucliers-tournelyre.
Étymologie: τορνευτής, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, -ίδος + -πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ-πηγός.

Greek Monotonic

τορνευτολῠρασπῐδοπηγός: ὁ (τορνεύω, λύρα, ἀσπίς, πήγνυμι), κουρδιστής λύρας και κατασκευαστής ασπίδας, σε Αριστοφ.