τορύνω: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] με την [[κουτάλα]]<br /><b>2.</b> [[εγχαράσσω]], [[τορνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. [[τορύνη]] (Ι). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τορύνη]] προήλθε από το ρ. [[τορύνω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] με την [[κουτάλα]]<br /><b>2.</b> [[εγχαράσσω]], [[τορνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. [[τορύνη]] (Ι). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τορύνη]] προήλθε από το ρ. [[τορύνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τορύνω:''' [ῡ], ([[τορός]]), αναταρράσσω, [[ανακατεύω]] με [[κουτάλα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A stir up or about, Ar.Eq.1172. II = insculpo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1130] umrühren, zerrühren, Ar. Equ. 1172.
Greek (Liddell-Scott)
τορύνω: [ῡ], ἀναταράσσω, ἀνακατώνω διὰ τορύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1172.
French (Bailly abrégé)
remuer et écraser à l’aide d’une τορύνη.
Greek Monolingual
Α
1. ανακατεύω με την κουτάλα
2. εγχαράσσω, τορνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. παρ. της λ. τορύνη (Ι). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τορύνη προήλθε από το ρ. τορύνω.
Greek Monotonic
τορύνω: [ῡ], (τορός), αναταρράσσω, ανακατεύω με κουτάλα, σε Αριστοφ.