τῷ: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=dat. of τό, [[then]], [[therefore]].
|auten=dat. of τό, [[then]], [[therefore]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῷ:'''<b class="num">I.</b> δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου <i>τό</i>, σε [[χρήση]] απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, [[συνεπώς]], επ' [[αυτού]], σε Όμηρ. <b>II. 1.τῷ;</b> αντί <i>τίνι;</i> δοτ. ενικ. του τίς; = [[ποιος]]; <b>2.τῷ</b>, εγκλιτ. αντί <i>τινί</i>, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, [[κάποιος]].
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῷ Medium diacritics: τῷ Low diacritics: τω Capitals: ΤΩ
Transliteration A: tō̂i Transliteration B: Transliteration C: to Beta Code: tw=|

English (LSJ)

dat. sg. neut. of ὁ, ἡ, τό, used abs.,

   A therefore, in this wise, then, Hom., v. ὁ, ἡ, τό, A. VIII. 2 a, b; ἀλλ' οὔτε περισπᾶται οὔτε σὺν τῷ ῑ γράφεται (i.e. τώ) A.D.Adv.199.2: written τὼ in Alc.Supp.26.11.    II τῷ; for τίνι; dat. sg. of τίς; who? but    2 τῳ, enclit. for τινί, dat. sg. of τις, some one.

German (Pape)

[Seite 1167] dat. sing. vom neutr. τό, absol. gebraucht, darum, auf diese Weise (s. ὁ). – Auch = τινί, s. τίς.

Greek (Liddell-Scott)

τῷ: δοτικ. ἑνικ. τοῦ οὐδετ. ἄρθρου τό, ἐν χρήσει ἀπολ., ὅθεν, διὰ τοῦτο, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἐπὶ τούτῳ, Ὅμ.· ἴδε ὁ, ἡ, τό, Β. VIII. 3. II. τῷ; ἀντὶ τίνι; δοτικ. ἑνικ. τοῦ τίς; ἀλλά. 2) τῳ, ἐγκλ. ἀντὶ τινι, δοτικ. ἑνικ. τῆς ἀορίστου ἀντωνυμίας τις.

French (Bailly abrégé)

dat. sg.
1 de l’art. ὁ, ἡ, τό;
2 poét., du relat. ὅς, ἥ, ὅ;
3 att. p. τίνι, de τίς interr.

English (Autenrieth)

dat. of τό, then, therefore.

Greek Monotonic

τῷ:I. δοτ. ενικ. του ουδ. άρθρου τό, σε χρήση απολ., κατ' αυτόν τον τρόπο, συνεπώς, επ' αυτού, σε Όμηρ. II. 1.τῷ; αντί τίνι; δοτ. ενικ. του τίς; = ποιος; 2.τῷ, εγκλιτ. αντί τινί, δοτ. ενικ. της αόρ. αντων. τις, κάποιος.