ὑάλινος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑάλινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α<br />[[γυάλινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαφανής]] και [[στιλπνός]] σαν το [[γυαλί]] («καὶ ἐνώπιον τοῡ θρόνου ὡς [[θάλασσα]] ὑαλίνη», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕαλλος</i> / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[ὑάλινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α<br />[[γυάλινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαφανής]] και [[στιλπνός]] σαν το [[γυαλί]] («καὶ ἐνώπιον τοῡ θρόνου ὡς [[θάλασσα]] ὑαλίνη», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕαλλος</i> / [[ὕελος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑάλῐνος:''' -η, -ον (ὕᾰλος), [[κρυστάλλινος]] ή [[γυάλινος]], σε Αριστοφ.· επίσης [[ὑέλινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of crystal or glass, Corinn.42; ἐκπώματα Ar.Ach.74; σφραγίς IG22.1451.13; σκεύη Phld.Mort.39; φιάλαι SIG1106.153 (Cos. iv/iii B. C.), cf. Hp.Ep.16,PPetr.3p.113 (iii B. C.), Paus.2.27.3; ὑ. χρῶμα, = ferrugineus, Gloss.; hyalinum is expld. as vitreum, viridi colore, ib.: also ὑέλινος, η, ον, AP14.52, Ael.VH 13.3. [On the quantity, v. ὕαλος fin.]
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· φιάλη Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· ὡσαύτως ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de verre.
Étymologie: ὕαλος.
English (Strong)
from ὕαλος; glassy, i.e. transparent: of glass.
English (Thayer)
ὑαλίνη, ὑαλινον (ὕαλος, which see), in a fragment of Corinna and occasionally in the Greek writings from Aristophanes down, of glass or transparent like glass, glassy: Revelation 15:2.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑάλινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α
γυάλινος
αρχ.
διαφανής και στιλπνός σαν το γυαλί («καὶ ἐνώπιον τοῡ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλλος / ὕελος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
ὑάλῐνος: -η, -ον (ὕᾰλος), κρυστάλλινος ή γυάλινος, σε Αριστοφ.· επίσης ὑέλινος, -η, -ον, σε Ανθ.