συννοέω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῶ;<br />embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νοέω]]. | |btext=-οῶ;<br />embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νοέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συννοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[στοχάζομαι]] [[κάτι]], σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συλλαμβάνω]] με το νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp.220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644. 2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5. II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: folld. by a relat., σ. ὅτι . .understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς . . Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.). 2 know at the same time, Mich. in EN518.34.
Greek (Liddell-Scott)
συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : τι à qch.
Étymologie: σύν, νοέω.
Greek Monotonic
συννοέω: μέλ. -ήσω,
I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.