τρίχαλος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει [[τρεις]] κορυφές («κῡμα τρίχαλον» — η [[τρικυμία]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλος</i>, δωρ. τ. του -[[χηλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[νύχι]], [[προεξοχή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>χηλος</i> / <i>δί</i>-<i>χαλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) αυτός που έχει [[τρεις]] κορυφές («κῡμα τρίχαλον» — η [[τρικυμία]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλος</i>, δωρ. τ. του -[[χηλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[νύχι]], [[προεξοχή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>χηλος</i> / <i>δί</i>-<i>χαλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίχᾱλος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>τρίχηλος</i>, ([[χηλή]]) σκισμένος στα [[τρία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχᾱλος Medium diacritics: τρίχαλος Low diacritics: τρίχαλος Capitals: ΤΡΙΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tríchalos Transliteration B: trichalos Transliteration C: trichalos Beta Code: tri/xalos

English (LSJ)

ον, Dor. for Τρίχηλος (cf. τριχήν),

   A cloven in three, κῦμα τ., = τρικυμία, A. Th.760 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1149] dor. statt τρίχηλος, dreifach gespalten, aus einander klaffend, κῦμα Aesch. Spt. 742.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχᾱλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τρίχηλος, κῦμα τρ. = τρικυμία, Αἰσχύλ. Θήβ. 760.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fendu en trois ; triple.
Étymologie: τρεῖς, χηλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» — η τρικυμία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χαλος, δωρ. τ. του -χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί-χηλος / δί-χαλος].

Greek Monotonic

τρίχᾱλος: -ον, Δωρ. αντί τρίχηλος, (χηλή) σκισμένος στα τρία, σε Αισχύλ.