ὑπτίασμα: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[ὑπτιάζω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) [[πτώμα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια [[στάση]] τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (<b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α [[ὑπτιάζω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) α) [[πτώμα]]<br />β) [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια [[στάση]] τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπτίασμα:''' -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], ξαπλωμένο [[ανάσκελα]], <i>ὑπτιάσματα χερῶν</i>, [[ικεσία]] που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· [[ὑπτίασμα]] κειμένου πατρός, το [[σώμα]] του [[πατέρα]] του [[καθώς]] βρίσκεται σε ύπτια [[θέση]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπτίασμα Medium diacritics: ὑπτίασμα Low diacritics: υπτίασμα Capitals: ΥΠΤΙΑΣΜΑ
Transliteration A: hyptíasma Transliteration B: hyptiasma Transliteration C: yptiasma Beta Code: u(pti/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὑπτίασμα: -ατος, τό, αυτό που βρίσκεται σε ύπτια θέση, ξαπλωμένο ανάσκελα, ὑπτιάσματα χερῶν, ικεσία που εκτελείται με χέρια τεντωμένα προς τα πάνω, Λατ. supinis manibus, σε Αισχύλ.· ὑπτίασμα κειμένου πατρός, το σώμα του πατέρα του καθώς βρίσκεται σε ύπτια θέση, στον ίδ.