φαλαντίας: Difference between revisions

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλανθος]] «αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ίας</i>). Το -<i>ντ</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] τα ρηματ. επίθ. σε -<i>αντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀθέρμ</i>-<i>αντος</i>, <i>ἀλεύκ</i>-<i>αντος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλανθος]] «αυτός που [[είναι]] [[φαλακρός]] στο [[μέτωπο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>ίας</i>). Το -<i>ντ</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] τα ρηματ. επίθ. σε -<i>αντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀθέρμ</i>-<i>αντος</i>, <i>ἀλεύκ</i>-<i>αντος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φᾰλαντίας:''' -ου, ὁ, [[φαλακρός]] άντρας, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαντίας Medium diacritics: φαλαντίας Low diacritics: φαλαντίας Capitals: ΦΑΛΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: phalantías Transliteration B: phalantias Transliteration C: falantias Beta Code: falanti/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v. l. bei Luc., Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.