φίλτατος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φίλτατος]], -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φίντατος]] Α<br />(υπερθ. [[βαθμός]]) ο [[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], προσφιλέστατος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φίλτατοι</i> και <i>τὰ φίλτατα</i><br />τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[φίλτατος]], -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φίντατος]] Α<br />(υπερθ. [[βαθμός]]) ο [[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], προσφιλέστατος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ φίλτατοι</i> και <i>τὰ φίλτατα</i><br />τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φίλτατος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτᾰτος Medium diacritics: φίλτατος Low diacritics: φίλτατος Capitals: ΦΙΛΤΑΤΟΣ
Transliteration A: phíltatos Transliteration B: philtatos Transliteration C: filtatos Beta Code: fi/ltatos

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of φίλος, mostly poet., Il.6.91, al., Pi.P.9.98, A.Th.16, Ar.Ach.885, etc.; τὰ φ.

   A one's nearest and dearest, v. φίλος 1.1c; οἱ φ. A.Ch.234; less freq. in Prose, Pl.Prt.314a, Grg.513a, Lg.650a, X.Cyr.4.3.2, etc.; τὰ φ. σώματα, opp. τοὺς ἀλλοτρίους, Aeschin.3.78; cf. φίντατος.

German (Pape)

[Seite 1289] superl. zu φίλος, Hom. u. Hes., s. φίλος.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ φίλος, Ὅμ., Ἡσ., καὶ Τραγικ.· τὰ φίλτατα, τὰ ἀγαπητότατα πρόσωπα, οἱ στενώτατοι συγγενεῖς, οἷον γονεῖς, τέκνα, ἀνὴρ ἢ γυνή, ἀδελφοὶ ἢ αδελφαί, ἴδε ἐν λ. φίλος Ι. 1. γ· σπανιώτερον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πρωτ. 313Ε, Γοργ. 513Α, Νόμ. 650Α, Ξεν., κλπ.· ἴδε Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 964· τὰ φίλτατα σώματα, ἐναντίον τοῦ τοὺς ἀλλοτρίους, Αἰσχίν. 64. 42· πρβλ. φίντατος.

French (Bailly abrégé)

Sp. de φίλος.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α
(υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα
τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τατος τών επιθ. υπερθετικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτατος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του φίλος, σε Όμηρ., Τραγ.