φιλόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά την [[χρηστότητα]], την [[τιμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>χρηστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρηστος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αγαπά την [[χρηστότητα]], την [[τιμιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>χρηστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρηστος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόχρηστος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[αγαθοσύνη]] και την [[ειλικρίνεια]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχρηστος Medium diacritics: φιλόχρηστος Low diacritics: φιλόχρηστος Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: philóchrēstos Transliteration B: philochrēstos Transliteration C: filochristos Beta Code: filo/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A loving goodness or honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.

German (Pape)

[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισό-χρηστος, πολύ-χρηστος)].

Greek Monotonic

φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.