φευξείω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) φευκτιῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[σείω]] τών εφετικών ρημάτων (<b>πρβλ.</b> [[πλεξείω]]: [[πλέκω]])].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) φευκτιῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[σείω]] τών εφετικών ρημάτων (<b>πρβλ.</b> [[πλεξείω]]: [[πλέκω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φευξείω:''' [[εύχομαι]] να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευξείω Medium diacritics: φευξείω Low diacritics: φευξείω Capitals: ΦΕΥΞΕΙΩ
Transliteration A: pheuxeíō Transliteration B: pheuxeiō Transliteration C: fefkseio Beta Code: feucei/w

English (LSJ)

   A = φευκτιάω, prob. for φευξιῶ in E.HF628.

German (Pape)

[Seite 1267] Herm. Eur. Herc. fur. 627, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

φευξείω: φευκτιάω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Portus ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 628, ἀντὶ φευξιῶ, οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.

French (Bailly abrégé)

c. φευκτιάω.
Étymologie: φεύγω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) φευκτιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)].

Greek Monotonic

φευξείω: εύχομαι να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.