φοινικόλοφος: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[λοφίο]] από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθό</i>-<i>λοφος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[λοφίο]] από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος<br />«πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθό</i>-<i>λοφος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>λοφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοινῑκόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A purple- or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.
German (Pape)
[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό-λοφος, χρυσό-λοφος].
Greek Monotonic
φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.