χηλαργός: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
(46) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»]. | |mltxt=-όν, και [[χήλαργος]], -ον, και δωρ. τ. [[χαλαργός]] -όν και χάλαργος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, [[γοργοπόδαρος]] («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις [[οὕτως]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαλαργούς<br />τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, [[οἷον]] ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] /[[χαλά]] «[[οπλή]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]] (Ι) «[[ταχύς]], [[λευκός]], [[στιλπνός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χηλαργός:''' Δωρ. χᾱλ-, -όν ([[χηλή]]), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, <i>χηλαργοὶ ἅμιλλαι</i>, [[αγώνας]] γρήγορων αλόγων, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. χᾱλ-, όν, (χηλή)
A with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, S.El.861 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1352] dor. χαλαργός, hufschnell, mit schnellen Hufen od. Füßen, χαλαργοὶ ἅμιλλαι, das Wettrennen der Pferde, Soph. El. 850.
Greek Monolingual
-όν, και χήλαργος, -ον, και δωρ. τ. χαλαργός -όν και χάλαργος, -ον, Α
1. (για ίππο) αυτός που έχει γρήγορες οπλές, γοργά πόδια, γοργοπόδαρος («ἦ καὶ χαλάργοις ἐν ἁμίλλαις οὕτως», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλαργούς
τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τῶν ὀνύχων, οἷον ποδαργούς, ἤ ταχύποδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή /χαλά «οπλή» + ἀργός (Ι) «ταχύς, λευκός, στιλπνός»].
Greek Monotonic
χηλαργός: Δωρ. χᾱλ-, -όν (χηλή), αυτός που έχει γρήγορες οπλές, χηλαργοὶ ἅμιλλαι, αγώνας γρήγορων αλόγων, σε Σοφ.