χρησμοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(47b) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[φύλαξη]] χρησμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | |mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[άτομο]] επιφορτισμένο με τη [[φύλαξη]] χρησμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρησμός]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρησμοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] χρησμών, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of oracles, Luc.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ακος, ὁ, der die Orakelsprüche aufbewahrt, Luc. Alex. 23.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
French (Bailly abrégé)
φύλακος (ὁ) :
gardien des oracles rendus.
Étymologie: χρησμός, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ.
Greek Monotonic
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας χρησμών, σε Λουκ.