φοινικοφαής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φαίνεται [[πορφυρός]], που δίνει την [[εντύπωση]] του πορφυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φαίνεται [[πορφυρός]], που δίνει την [[εντύπωση]] του πορφυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοινῑκοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φαίνεται [[ερυθρός]], [[πούς]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο-φαής, χρυσο-φαής].
Greek Monotonic
φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.