ψευσίστυξ: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που μισεί το [[ψέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψευσ</i>- του [[ψεύδομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἐψευσάμην</i>), σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[στύξ]] «[[μίσος]], [[αποστροφή]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>)]. | |mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που μισεί το [[ψέμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψευσ</i>- του [[ψεύδομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἐψευσάμην</i>), σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;">+</span> [[στύξ]] «[[μίσος]], [[αποστροφή]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>στυγῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευσίστυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ ([[στυγέω]]), αυτός που μισεί το [[ψέμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ,
A hating falsehood, epith of Apollo, AP9.525.24.
German (Pape)
[Seite 1396] υγος, die Lüge, den Betrug hassend, Apollo, Hymn. (IX, 525).
Greek (Liddell-Scott)
ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὸ ψεῦδος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 525.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
qui hait le mensonge.
Étymologie: ψεύδω, στυγέω.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που μισεί το ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευσ- του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην), σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (βλ. λ. τέρπω) + στύξ «μίσος, αποστροφή» (βλ. λ. στυγῶ)].
Greek Monotonic
ψευσίστυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (στυγέω), αυτός που μισεί το ψέμα, σε Ανθ.