δμῆσις: Difference between revisions
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δμῆσις:''' -εως, ἡ ([[δαμάζω]]), [[εξημέρωση]], [[δαμασμός]], <i>ἵππων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δμῆσις:''' -εως, ἡ ([[δαμάζω]]), [[εξημέρωση]], [[δαμασμός]], <i>ἵππων</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δμῆσις:''' εως ἡ укрощение, объездка (ἵππων Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (δαμάζω)
A taming, breaking, ἵππων Il. 17.476.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ (δαμάω), das Bezwingen, ἵππων, Bändigung der Rosse, Il. 17, 476, ἅπαξ εἰρημέν.
Greek (Liddell-Scott)
δμῆσις: -εως, ἡ, (δαμάζω) τὸ δαμάζειν, ἡ καταδάμασις, ἵππων Ἰλ. Ρ. 476.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de dompter, de maîtriser.
Étymologie: δαμάω.
English (Autenrieth)
(δάμνημι): taming, Il. 17.476†.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ doma ἵππων Il.17.476.
Greek Monolingual
δμῆσις, η (Α) δάμνημι
δάμασμα, τιθάσευση («ἵππων δμῆσις»).
Greek Monotonic
δμῆσις: -εως, ἡ (δαμάζω), εξημέρωση, δαμασμός, ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δμῆσις: εως ἡ укрощение, объездка (ἵππων Hom.).