βασιληΐς: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰσῐληΐς:''' -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του [[βασίλειος]], [[βασιλικός]], [[αρχοντικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |lsmtext='''βᾰσῐληΐς:''' -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του [[βασίλειος]], [[βασιλικός]], [[αρχοντικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βᾰσῐληΐς:''' ΐδος adj. f царская, царственная ([[τιμή]] Hom., Hes., Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, pecul. fem. of βασίλειος,
A royal, τιμή Il.6.193, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.). 2 = βασίλειᾰ, a queen, Man.1.283, Epigr.Gr.989.3 (Memnon).
German (Pape)
[Seite 437] ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βασῐληΐς: ΐδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ βασίλειος, βασιλικός, τιμὴ Ἰλ. Ζ. 193· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 462, Εὐρ. Ἱππ. 1281. 2)=βασίλειᾰ, βασίλισσα, Μανέθ. 1. 283, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 989. 3, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
adj. fém.
de roi, de reine.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monotonic
βᾰσῐληΐς: -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του βασίλειος, βασιλικός, αρχοντικός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐληΐς: ΐδος adj. f царская, царственная (τιμή Hom., Hes., Eur.).