ἀνείλλω: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνείλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανειλώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποσύρομαι. | |mltxt=[[ἀνείλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανειλώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> απομακρύνομαι, αποσύρομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνείλλω:''' = [[ἀνειλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
or ἀνείλω,
A = ἀνειλέω:—in Pass., shrink up or back, Pl. Smp.206d.
German (Pape)
[Seite 220] = ἀνειλέω, Plat., med., sich zurückziehen, Conv. 206 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείλλω: ἢ ἀνείλω, = ἀνειλέω (ἴδε εἴλω): - Μέσ., ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’πίσω», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε ἀνειλέω, ἀνίλλω.
Spanish (DGE)
1 encogerse, replegarse τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.Smp.206d.
2 fig. desarrollar ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso Pl.Criti.109a.
Greek Monolingual
ἀνείλλω (Α)
1. ανειλώ
2. μέσ. απομακρύνομαι, αποσύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείλλω: = ἀνειλέω.