γαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαύρωμα:''' τό ([[γαυρόομαι]]), [[αιτία]] υπερηφάνειας, σε Ευρ.
|lsmtext='''γαύρωμα:''' τό ([[γαυρόομαι]]), [[αιτία]] υπερηφάνειας, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γαύρωμα:''' ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαύρωμα Medium diacritics: γαύρωμα Low diacritics: γαύρωμα Capitals: ΓΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: gaúrōma Transliteration B: gaurōma Transliteration C: gayroma Beta Code: gau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.

German (Pape)

[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.

Greek (Liddell-Scott)

γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.

Greek Monolingual

το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].

Greek Monotonic

γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γαύρωμα: ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.