ἀντασπάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντασπάζομαι:''' μέλ. <i>-ασομαι</i>, αποθ., [[καλωσορίζω]] ή [[χαιρετίζω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ξεν.· [[αποδέχομαι]] ευγενικά, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντασπάζομαι:''' μέλ. <i>-ασομαι</i>, αποθ., [[καλωσορίζω]] ή [[χαιρετίζω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ξεν.· [[αποδέχομαι]] ευγενικά, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντασπάζομαι:''' обнимать в свою очередь; встречать с распростертыми объятьями, радушно принимать или приветствовать (τινα Xen.; τοὺς ἀσπασαμένους Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντασπάζομαι Medium diacritics: ἀντασπάζομαι Low diacritics: αντασπάζομαι Capitals: ΑΝΤΑΣΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antaspázomai Transliteration B: antaspazomai Transliteration C: antaspazomai Beta Code: a)ntaspa/zomai

English (LSJ)

   A welcome, greet in turn, X.Cyr.1.3.3; return greeting, Hierocl.Facet.7; receive kindly, X.Cyr.5.5.42, Pl.Com.12D., Plu.Tim.38.

German (Pape)

[Seite 245] dep. med., dagegen, gegenseitig umarmen, Xen. Cyr. 1, 3, 3; wieder gütig aufnehmen, 5, 5, 42; sich gegenseitig lieben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντασπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀσπάζομαι καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: ἐντεῦθεν ἀντασπασμός, ὁ, ἀμοιβαῖος ἀσπασμός, χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε.

French (Bailly abrégé)

embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.
Étymologie: ἀντί, ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

saludar a su vez, devolver el saludo αὐτόν X.Cyr.1.3.3, ἀντ' αὐτοῦ τοὺς προσαγορεύοντας Hierocl.Facet.7, αὐτήν Herm.Vis.4.2.2
abs. Plu.Tim.38, cj. en ZPE 7.1971.164a, A.Al.8.2.34
corresponder con muestras de afecto αὐτούς X.Cyr.5.5.42, cf. Pl.Com.12D.

Greek Monolingual

ἀντασπάζομαι (Α)
1. ανταποδίδω ασπασμό, χαιρετισμό
2. συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντασπάζομαι: μέλ. -ασομαι, αποθ., καλωσορίζω ή χαιρετίζω ως ανταπόδοση, σε Ξεν.· αποδέχομαι ευγενικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντασπάζομαι: обнимать в свою очередь; встречать с распростертыми объятьями, радушно принимать или приветствовать (τινα Xen.; τοὺς ἀσπασαμένους Plut.).