ποδώκεια: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποδώκεια:''' ἡ, [[ταχύτητα]] ποδιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |lsmtext='''ποδώκεια:''' ἡ, [[ταχύτητα]] ποδιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποδώκεια:''' ἡ тж. pl. быстроногость Hom., Aesch., Eur., Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A swiftness of foot, Il.2.792 (pl.), E.IT33, Plu.Rom.25:—written ποδωκία in A.Eu.37, X.Cyn.5.27 (v.l. -εία), Hld.8.16; ποδωκίην [ῐ] Anacreont. 24.3.
German (Pape)
[Seite 643] ἡ, Fußschnelle, Schnelligkeit der Füße; im plur., ποδωκείῃσι πεποιθώς, Il. 2, 792; Eur. I. T. 33; auch Plut. Rom. 25; Lob. Phryn. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ποδώκεια: ἡ, ἡ τῶν ποδῶν ταχύτης, Ἰλ. Β. 792 (ἐν τῷ πληθ.), Εὐρ. Ι. Τ. 33· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 538· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται ποδωκία, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37, Ξεν. Κυν. 5. 27, ― πιθ. ἐσφαλμένως.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vitesse des pieds, agilité.
Étymologie: ποδώκης.
English (Autenrieth)
swiftness of foot, pl., Il. 2.792†.
Greek Monolingual
και ποδωκία, ἡ, Α ποδώκης
η ιδιότητα του ποδώκους, η ταχύτητα τών ποδιών.
Greek Monotonic
ποδώκεια: ἡ, ταχύτητα ποδιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ποδώκεια: ἡ тж. pl. быстроногость Hom., Aesch., Eur., Xen., Plut.