ξυνόφρων: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξῡνόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει φιλική [[διάθεση]], συναινετική [[διάθεση]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ξῡνόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που έχει φιλική [[διάθεση]], συναινετική [[διάθεση]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῡνόφρων:''' 2, gen. ονος одинаково благосклонный ко всем (эпитет Аполлона) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A friendly-minded, of Apollo, AP9.525.15.
German (Pape)
[Seite 282] ονος, gleiches Sinnes für Alle, Apollo, Hymn. (IX, 525, 15).
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φίλα φρονῶν, Ἀνθ. Π. 9. 525, 15.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a les mêmes sentiments pour tous (ép. d’Apollon).
Étymologie: ξυνός, φρήν.
Greek Monolingual
ξυνόφρων, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει όμοια γνώμη για όλους, την ίδια φιλική διάθεση προς όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ξῡνόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει φιλική διάθεση, συναινετική διάθεση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξῡνόφρων: 2, gen. ονος одинаково благосклонный ко всем (эпитет Аполлона) Anth.