παντοδαής: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[παντογνώστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δαη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>δάην</i>, αόρ. β' του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δαής</i>, <i>ορθο</i>-<i>δαής</i> (<b>βλ.</b> και το ομόρριζο [[διδάσκω]])].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γνωρίζει τα [[πάντα]], [[παντογνώστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>δαη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>δάην</i>, αόρ. β' του <i>δάω</i> «[[μαθαίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>δαής</i>, <i>ορθο</i>-<i>δαής</i> (<b>βλ.</b> και το ομόρριζο [[διδάσκω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''παντοδαής:''' всезнающий, всеведущий Democr.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοδᾰής Medium diacritics: παντοδαής Low diacritics: παντοδαής Capitals: ΠΑΝΤΟΔΑΗΣ
Transliteration A: pantodaḗs Transliteration B: pantodaēs Transliteration C: pantodais Beta Code: pantodah/s

English (LSJ)

ές,

   A all-knowing, Epigr. ap. D.L.9.43.

German (Pape)

[Seite 463] ές, allwissend, Democrit. epigr. bei D. L. 9, 44.

Greek (Liddell-Scott)

παντοδαής: -ές, ὁ τὰ πάντα γινώσκων, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9.44.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].

Russian (Dvoretsky)

παντοδαής: всезнающий, всеведущий Democr.