ὁμήρευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμήρευμα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὁμήρευμα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμήρευμα:''' ατος τό поручительство, залог Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A hostage, pledge, Plu.Rom.16(pl.).
German (Pape)
[Seite 330] τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήρευμα: τό, ἐνέχυρον, ἐγγύησις, Πλουτ. Ρωμ. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gage, caution.
Étymologie: ὁμηρεύω.
Greek Monolingual
ὁμήρευμα, τὸ (Α) [[[ομηρεύω]] (Ι)]
ενέχυρο, εγγύηση.
Greek Monotonic
ὁμήρευμα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμήρευμα: ατος τό поручительство, залог Plut.