Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπρίω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2)</b> разрезать или раскусывать (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXXSu.59.    2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].

Greek Monotonic

καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

καταπρίω: (ῑ)
1) распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2) разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).