συννοέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συννοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[στοχάζομαι]] [[κάτι]], σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συλλαμβάνω]] με το νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συννοέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκέφτομαι]] ή [[στοχάζομαι]] [[κάτι]], σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συλλαμβάνω]] με το νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συννοέω:''' <b class="num">1)</b> размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;<br /><b class="num">2)</b> понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν [[ἱκανῶς]] γε συννοῶ Plat.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννοέω Medium diacritics: συννοέω Low diacritics: συννοέω Capitals: ΣΥΝΝΟΕΩ
Transliteration A: synnoéō Transliteration B: synnoeō Transliteration C: synnoeo Beta Code: sunnoe/w

English (LSJ)

   A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp.220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644.    2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5.    II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: folld. by a relat., σ. ὅτι . .understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς . . Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.).    2 know at the same time, Mich. in EN518.34.

Greek (Liddell-Scott)

συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : τι à qch.
Étymologie: σύν, νοέω.

Greek Monotonic

συννοέω: μέλ. -ήσω,
I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συννοέω: 1) размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;
2) понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ Plat.).