δακρυπλώω: Difference between revisions

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακρυπλώω:''' ([[πλέω]]), «[[κολυμπώ]] στα δάκρυα», [[πλέω]] στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δακρυπλώω:''' ([[πλέω]]), «[[κολυμπώ]] στα δάκρυα», [[πλέω]] στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δακρυπλώω:''' обливаться (пьяными) слезами Hom.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυπλώω Medium diacritics: δακρυπλώω Low diacritics: δακρυπλώω Capitals: ΔΑΚΡΥΠΛΩΩ
Transliteration A: dakryplṓō Transliteration B: dakryplōō Transliteration C: dakryploo Beta Code: dakruplw/w

English (LSJ)

(πλέω)

   A swim with tears, of drunken men, Od.19.122.

German (Pape)

[Seite 519] eigtl. in Thränen schwimmen; von Trunkenen, denen die Augen übergehen; Od. 19, 122 φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ, ἅπαξ εἰρημέν.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυπλώω: (πλέω) πλέω, κολυμβῶ εἰς τὰ δάκρυα, ἐπὶ μεθύσων, Ὀδ. Τ. 122· ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ ὀρθοτέρα.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf.
nager dans les larmes en parl. d’un homme ivre, dont les yeux sont humides.
Étymologie: δάκρυ, πλόος.

English (Autenrieth)

swim with tears; of effect of intoxication on the eyes, Od. 19.122†. (Also written as two words.)

Spanish (DGE)

navegar en un mar de lágrimas δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ que ... con la cabeza pesada por el vino navego en un mar de lágrimas, Od.19.122, cf. Hsch.

Greek Monolingual

δακρυπλώω (Α)
(για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»].

Greek Monotonic

δακρυπλώω: (πλέω), «κολυμπώ στα δάκρυα», πλέω στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δακρυπλώω: обливаться (пьяными) слезами Hom.