συμπονέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπονέω:''' [[κοπιάζω]] μαζί ή από κοινού με άλλους, [[συμμετέχω]] στους κόπους της δουλειάς, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[συμπονέω]] κακοῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] ή [[υποφέρω]] μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπονέω:''' [[κοπιάζω]] μαζί ή από κοινού με άλλους, [[συμμετέχω]] στους κόπους της δουλειάς, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[συμπονέω]] κακοῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] ή [[υποφέρω]] μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπονέω:''' <b class="num">1)</b> вместе трудиться: εἰ ξυμπονήσεις, σκόπει Soph. подумай, станешь ли ты (мне) помощницей в трудах; πολλὰ ξ. Arph. немало потрудиться вместе; σ. τινι πόνους Eur. делить с кем-л. труды;<br /><b class="num">2)</b> вместе страдать (σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινί Xen.);<br /><b class="num">3)</b> сострадать (τῷ πονοῦντι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπονέω Medium diacritics: συμπονέω Low diacritics: συμπονέω Capitals: ΣΥΜΠΟΝΕΩ
Transliteration A: symponéō Transliteration B: symponeō Transliteration C: symponeo Beta Code: sumpone/w

English (LSJ)

   A toil or suffer with or together, τινι with one, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι A.Pr.276; συμπόνει πατρί S.El.986, etc.; σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55; τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43; σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]; σ. κακοῖσι take part in them, ib.683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.; σ. πολλά Ar.Ach.695 (lyr.); ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr.883a14, cf. Thphr.Sud.34.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι, theilt mein Leid mit mir, Aesch. Prom. 274; αἵδ' ἄνδρες, οὐ γυναῖκες εἰς τὸ συμπονεῖν, Soph. O. C. 1370; συμπόνει πατρί, El. 974; θέλοντά μ' ἔχεις σοὶ ξυμπονῆσαι, Eur. Hec. 862; ξυμπονῆσαι σοῖς κακοῖσι βούλομαι, Or. 682; σὺ συμπονεῖς ἐμοὶ πόνους, 1224; Troad. 62 u. öfter; Plat. Rep. VII, 520 d; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Sp., wie Luc. Tox. 7.

Greek (Liddell-Scott)

συμπονέω: πονῶ ὁμοῦ ἢ μετά τινος, συνταλαιπωροῦμαι, κοπιάζω, ἐργάζομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι Αἰσχύλ. Πρ. 276· συμπόνει πατρὶ Σοφ. Ἠλέκ. 986, κτλ.· σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 55· τοῖς κακοπαθοῦσι Πλουτ. Ἀντών. 43· σ. τινι πόνους Εὐρ. Ὀρ. 1224· ἀλλ’ ὡσαύτως, σ. κακοῖς, λαμβάνω μέρος εἰς..., ὁ αὐτ. 683· ― ἀπολ., πάσχω, ὑποφέρω ὁμοῦ, Σοφ. Ἀντ. 41, κτλ.· σ. πολλὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 695· ἐάν τι συμπονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 souffrir ensemble;
2 participer ou s’associer aux peines ou aux épreuves de, τινι : σ. τινι πόνους EUR m. sign.
Étymologie: σύν, πονέω.

Greek Monotonic

συμπονέω: κοπιάζω μαζί ή από κοινού με άλλους, συμμετέχω στους κόπους της δουλειάς, τινί, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, συμπονέω κακοῖς, λαμβάνω μέρος στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., κοπιάζω ή υποφέρω μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συμπονέω: 1) вместе трудиться: εἰ ξυμπονήσεις, σκόπει Soph. подумай, станешь ли ты (мне) помощницей в трудах; πολλὰ ξ. Arph. немало потрудиться вместе; σ. τινι πόνους Eur. делить с кем-л. труды;
2) вместе страдать (σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινί Xen.);
3) сострадать (τῷ πονοῦντι Aesch.).