μελαντηρία: Difference between revisions
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελαντηρία:''' ἡ, είδος μαύρης βαφής, σε Λουκ. | |lsmtext='''μελαντηρία:''' ἡ, είδος μαύρης βαφής, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελαντηρία:''' ἡ сапожная вакса Arst., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A black pigment, also used internally as a drug, Lat. creta sutoria, shoemakers' black, IG22.1672.14,16,69, Arist.Col.794a20, Heraclid.Tar. ap. Cael.Aur.CP3.44, Dsc. 5.101, Gal. 13.741, Luc.Cat.15, Scrib.Larg.208.
German (Pape)
[Seite 120] ἡ, Kupferschwärze, Schusterschwarz, Luc. catapl. 15, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελαντηρία: ἡ, μεταλλική τις μέλαινα βαφὴ ἢ μελάνη, Ἀριστ. π. Χρωμ. 4, 1, Διοσκ. 5. 118, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρ. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
noir de cordonnier.
Étymologie: μελαίνω.
Greek Monolingual
η (ΑM μελαντηρία)
μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.)
μσν.
μαύρη απόχρωση, μαυρίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα -τηρία μέσω ενός αμάρτυρου μελαντήριος (πρβλ. κατευθυν-τηρία)].
Greek Monotonic
μελαντηρία: ἡ, είδος μαύρης βαφής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μελαντηρία: ἡ сапожная вакса Arst., Luc.