καγχαλάω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καγχᾰλάω:''' [[γελώ]] [[δυνατά]], ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. <i>καγχαλόωσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. <i>καγχαλόων</i>, <i>-όωσα</i>, σε Όμηρ. (όπως το [[καγχάζω]], ηχομιμ. [[λέξη]]). | |lsmtext='''καγχᾰλάω:''' [[γελώ]] [[δυνατά]], ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. <i>καγχαλόωσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. <i>καγχαλόων</i>, <i>-όωσα</i>, σε Όμηρ. (όπως το [[καγχάζω]], ηχομιμ. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καγχᾰλάω:''' Hom. = [[καγχάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A rejoice, exult, καγχαλόωσι . . Ἀχαιοί, κτλ. rejoice because a Trojan champion has been chosen for his looks, Il.3.43; καγχαλόων 6.514, 10.565; καγχαλόωσα Od.23.1,59; καγχαλάασκε A.R.4.996; ἐπακτὴρ καγχαλῶν ἀγρεύματι Lyc.109; καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι Q.S.8.12; ἐνὶ φρεσὶ -όωντες κρύβδ' Ἥρης Id.3.136, cf. 200, al., Opp.C.4.377, H.5.234; of hounds, deer, Id.C.1.523, 2.237; of pards, οἴνῳ μέγα -όωσι ib.3.80; of a polypus, Id.H.4.281.
German (Pape)
[Seite 1278] laut lachen u. jubeln; καγχαλόωσι Il. 3, 43; καγχαλόων 6, 514. 10, 565; καγχαλόωσα Od. 23, 1. 59; sonst nur in VLL. Vgl. das vorige Wort.
Greek (Liddell-Scott)
καγχᾰλάω: (παρ’ Ὁμ. καγχαλόω), γελῶ ἠχηρῶς, καγχάζω, Λατ. cachinnari, καγχαλόωσι, καγχάζουσι χλευαστικῶς, Ἰλ. Γ. 43· καγχαλόων, χαίρων, ἀγαλλόμενος, Ζ. 514, Κ. 565· κεγχαλόωσα Ὀδ. Ψ. 1, 59· καγχαλάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 996· - πρβλ. καχάζω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. καγχάζω.
English (Autenrieth)
3 pl. καγχαλόωσι, part. καγχαλόων: laugh aloud or exultingly.
Greek Monotonic
καγχᾰλάω: γελώ δυνατά, ηχηρά, μεγαλόφωνα, Λατ. cachinnari, σε Επικ. τύπους, γʹ πληθ. καγχαλόωσι, σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. καγχαλόων, -όωσα, σε Όμηρ. (όπως το καγχάζω, ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
καγχᾰλάω: Hom. = καγχάζω.