ξυλεία: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ξυλεία]]) [[ξυλεύω]]<br />το [[σύνολο]] τών ξύλων που προέρχονται από [[υλοτομία]] τών δασών και ύστερα από ανάλογη [[κατεργασία]] χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη [[ναυπηγία]] κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοπή]], η [[συλλογή]] και η [[μεταφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[ξύλινος]] [[σκελετός]]. | |mltxt=η (Α [[ξυλεία]]) [[ξυλεύω]]<br />το [[σύνολο]] τών ξύλων που προέρχονται από [[υλοτομία]] τών δασών και ύστερα από ανάλογη [[κατεργασία]] χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη [[ναυπηγία]] κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοπή]], η [[συλλογή]] και η [[μεταφορά]] ξύλων<br /><b>2.</b> ξύλινο [[κατασκεύασμα]], [[ξύλινος]] [[σκελετός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξῠλεία:''' ἡ<b class="num">1)</b> рубка леса или доставка дров Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> корабельный лес Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A felling and carrying of wood, Plb.21.39.12, BGU1123.9 (i B. C.), J.BJ6.2.7 ; supply of wood, Str.5.2.5. II timber, Plb.3.42.3. 2 wood-work, Id.10.27.10, Callix.I, Hdn.8.4.8.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, 1) das Holzfällen, Holzholen, Pol. 22, 22, 12. – 2) das Holzwerk, Bauholz, z. B. zu Schiffen, Pol. 3, 42, 3 u. Sp.; s. auch ξυλία.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλεία: ἡ, τὸ κόπτειν καὶ μεταφέρειν ξύλα, ξυλεύειν, Λατ. lignatio, Πολύβ. 10. 27, 10., 22. 22, 12. ΙΙ. ξύλα χρησιμεύοντα πρὸς οἰκοδομὴν ἢ ναυπηγίαν, ξυλική, ὁ αὐτ. 3. 42, 3, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204C πρβλ. ξύλωσις.
Greek Monolingual
η (Α ξυλεία) ξυλεύω
το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.)
αρχ.
1. η κοπή, η συλλογή και η μεταφορά ξύλων
2. ξύλινο κατασκεύασμα, ξύλινος σκελετός.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλεία: ἡ1) рубка леса или доставка дров Polyb.;
2) корабельный лес Polyb.