αἰνόλινος: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰνόλῐνος:''' чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т. е. несчастный, злополучный Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unfortunate in life's thread (i.e. dying young), AP7.527 (Theod.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλῐνος: -ον, δυστυχής, ὁ ἔχων δυστυχὲς τῆς ζωῆς τὸ νῆμα, ἐν σχέσει πρὸς τὰς Μοίρας, Ἀνθ. Π. 7. 527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au fil ou à la trame funeste.
Étymologie: αἰνός, λίνον.
Spanish (DGE)
(αἰνόλῐνος) -ον
de triste hilode la vida de un joven muerto AP 7.527 (Theodorid.).
Greek Monotonic
αἰνόλῐνος: -ον (λίνον), άτυχος, δυστυχής στης ζωής το νήμα, λέγεται σε σχέση με τις Μοίρες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόλῐνος: чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т. е. несчастный, злополучный Anth.