περιπρό: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπρό:''' επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''περιπρό:''' επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπρό:''' adv. тж. раздельно вокруг и впереди: π. ἔγχεϊ θῦεν Hom. (Атрид) вокруг и впереди себя неистовствовал копьем. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.
German (Pape)
[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.
Greek (Liddell-Scott)
περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.
French (Bailly abrégé)
ou περὶ πρό;
adv.
tout à fait en avant, càd supérieurement, éminemment, extrêmement.
English (Autenrieth)
around and before, Il. 11.180 and Il. 16.699.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. μπροστά και γύρω από κάτι
2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»].
Greek Monotonic
περιπρό: επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιπρό: adv. тж. раздельно вокруг и впереди: π. ἔγχεϊ θῦεν Hom. (Атрид) вокруг и впереди себя неистовствовал копьем.