ἀμφιδήριτος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιδήρῑτος:''' -ον ([[δηρίομαι]]), [[αμφίβολος]], [[αμφισβητήσιμος]], [[νίκη]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀμφιδήρῑτος:''' -ον ([[δηρίομαι]]), [[αμφίβολος]], [[αμφισβητήσιμος]], [[νίκη]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιδήρῑτος:''' оспариваемый, спорный ([[νίκη]] Thuc., Polyb.); с сомнительным исходом ([[μάχη]] Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A disputed, doubtful, νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8; μάχη Id.35.2.14.
German (Pape)
[Seite 137] bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδήρῑτος: -ον, φιλονικούμενος, ἀμφίβολος, νίκη Θουκ. 4. 134, μάχη Πολύβ. 35. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
disputé, douteux.
Étymologie: ἀμφί, δηρίομαι.
Spanish (DGE)
-ον
dudoso, incierto νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8, τροφή Corn.ND 28
•reñido μάχη Plb.35.2.14.
Greek Monolingual
ἀμφιδήριτος, -ον (Α) ἀμφιδηριῶμαι
αμφίβολος, διαφιλονικούμενος.
Greek Monotonic
ἀμφιδήρῑτος: -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδήρῑτος: оспариваемый, спорный (νίκη Thuc., Polyb.); с сомнительным исходом (μάχη Polyb.).