ἀκέρδεια: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκέρδεια ή ἀκερδία:''' ἡ, [[έλλειψη]] κέρδους, [[απώλεια]], [[χάσιμο]], [[ζημιά]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀκέρδεια ή ἀκερδία:''' ἡ, [[έλλειψη]] κέρδους, [[απώλεια]], [[χάσιμο]], [[ζημιά]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκέρδεια:''' ἡ ущерб Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of gain, loss, Pi.O.1.53:—also -ία Procop.Arc. 13.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, Gewinnlosigkeit, dah. Schaden, Pind. Ol. 1, 53 (Schol. βλάβη); Artemid. 1. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέρδεια: ἡ, ἔλλειψις κέρδους, ἀπώλεια, Πινδ. Ο. 1. 84.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de gain, dommage.
Étymologie: ἀκερδής.
English (Slater)
ᾰκέρδεια
1 lack of profit, no gain ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους (O. 1.53)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Procop.Arc.13.10
falta de ganancia Pi.O.1.53, Procop.l.c.
Greek Monolingual
ἀκέρδεια, η (Α) ἀκερδής
η έλλειψη κέρδους, η ζημιά.
Greek Monotonic
ἀκέρδεια ή ἀκερδία: ἡ, έλλειψη κέρδους, απώλεια, χάσιμο, ζημιά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέρδεια: ἡ ущерб Pind.