εὐτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), [[φιλόξενος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), [[φιλόξενος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτράπεζος:''' <b class="num">1)</b> хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> изысканный, отборный ([[ἀγορά]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> роскошный ([[βίος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτράπεζος Medium diacritics: εὐτράπεζος Low diacritics: ευτράπεζος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: eutrápezos Transliteration B: eutrapezos Transliteration C: eftrapezos Beta Code: eu)tra/pezos

English (LSJ)

ον,

   A with good table, hospitable, ἀνδρῶνες A.Ag.244 (lyr.); of persons, Plu. CG19.    2 luxurious, βίος E.Fr.670.2; of men, Eriph.6; dainiy, sumptuous, ἀγορά Plu.2.667c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπεζος: -ον, ἔχων καλὴν τράπεζαν, φιλόξενος, ἀνδρῶνες Αἰσχύλ. Ἀγ. 243˙ ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19. 2) ἁβρός, ἁβροδίαιτος, τρυφηλός, βίος Εὐρ. Ἀποσπ. 672˙ ἐπὶ ἀνδρῶν, εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων τροφαὶ Ἔριφος ἐν «Πελταστῇ» 1 (Ἀθήν. 137D) ἐπὶ ἐδεσμάτων, δαπανηρός, πολυτελής, Πλούτ. 2. 667C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont la table est bien servie :
1 hospitalier;
2 somptueux, recherché (genre de mets, etc.);
II. bon pour le service de la table.
Étymologie: εὖ, τράπεζα.

Greek Monolingual

εὐτράπεζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος
αρχ.
1. αβροδίαιτος, μαλθακός
2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].

Greek Monotonic

εὐτράπεζος: -ον (τράπεζα), φιλόξενος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπεζος: 1) хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);
2) изысканный, отборный (ἀγορά Plut.);
3) роскошный (βίος Eur.).