κυδάνω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ. | |lsmtext='''κῡδάνω:''' [ᾰ] = [[κυδαίνω]], μόνο στον ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">I.</b> έχω σε [[υπόληψη]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καυχιέμαι]], [[περηφανεύομαι]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῡδάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);<br /><b class="num">2)</b> быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ [[μέγα]] κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A = κυδαίνω, only pres. and impf., exalt, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Il.14.73. II to be triumphant, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον 20.42.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδαίνω; τοὺς μὲν ὁμοῦ μακάρεσσι θεοῖσιν κυδάνει Il. 14, 73, auch intrans., Ruhm haben, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα 20, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδάνω: ᾰ, = κυδαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἔχω ἐν τιμῇ, τοὺς μὲν ὁμῶς μακάρεσσι θεοῖσι κυδάνει Ἰλ. Ξ. 75. ΙΙ. = κυδιάω, καυχῶμαι, ὑπερηφανεύομαι, Ἀχαιοὶ μὲν μέγα κύδανον, οὕνεκα... Υ. 42.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. κύδανον;
1 tr. célébrer, vanter, glorifier;
2 intr. se vanter.
Étymologie: cf. κυδαίνω.
Greek Monolingual
κυδάνω (Α)
κυδαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυδαίνω, σχηματισμένος υστερογενώς από τον αόρ. ἐ-κύδαν-α].
Greek Monotonic
κῡδάνω: [ᾰ] = κυδαίνω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. έχω σε υπόληψη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καυχιέμαι, περηφανεύομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κῡδάνω: (ᾰ)
1) делать славным, покрывать славой (τοὺς Τρῶας Hom.);
2) быть гордым, гордиться, торжествовать (Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη Hom.).