τετράρχης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράρχης:''' -ου, ὁ, [[διοικητής]] της μιας από [[τέσσερις]] επαρχίες, σε Στράβ. κ.λπ.
|lsmtext='''τετράρχης:''' -ου, ὁ, [[διοικητής]] της μιας από [[τέσσερις]] επαρχίες, σε Στράβ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράρχης:''' ου ὁ тетрарх (правитель четырех областей или одной четвертой части области) Plut., NT.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρχης Medium diacritics: τετράρχης Low diacritics: τετράρχης Capitals: ΤΕΤΡΑΡΧΗΣ
Transliteration A: tetrárchēs Transliteration B: tetrarchēs Transliteration C: tetrarchis Beta Code: tetra/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tetrarch, Str.12.5.1, Plu.Ant.56, OGI416 (Cos, i. A.D.), 543.3 (Ancyra, ii A.D.), etc.; of rulers under the protection of Rome of lower grade than kings, e.g. in Palestine, Ev.Matt.14.1, al., J.BJ1.12.5, al.; generally, Sall.Cat.20.7, Hor.Sat.1.3.12, etc.: also τέτραρχος, Θεσσαλῶν SIG274 (Delph., iv B.C.): gen. -χου OGI606.4 (Syria, i A.D.), but -χα IGRom.4.1683 (Pergam.): cf. τετραρχία.    II a leader of four λόχοι, or 64 men, Rev.Arch.3 (1934).40 (Amphipolis, iii/ii B.C.), 6(1935).31 (ibid., ii B.C.), Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.1, Ael.Tact.9.2.

German (Pape)

[Seite 1099] ὁ, ein Tetrarch od. Vierfürst, bei den Galatern üblich, Sp., wie Plut. Ant. 56; – Anführer von vier λόχοι, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρχης: -ου, Στράβ. 567, Πλουτ. Ἀντών. 56, κλπ., πρβλ. τετραρχία. ΙΙ. ὁ διοικῶν ἢ διευθύνων τέσσαρας λόχους ἢ 64 ἄνδρας, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tétrarque, chef d’une région sur quatre dans une province, ou chef avec trois autres.
Étymologie: τέσσαρες, ἄρχω.

English (Strong)

from τέσσαρες and ἄρχω; the ruler of a fourth part of a country ("tetrarch"): tetrarch.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. (στην αρχ. Ελλάδα) α) διοικητής τετραρχίας, διοικητικής περιφέρειας τεσσάρων επαρχιών
β) αρχηγός τεσσάρων λόχων ή εξήντα τεσσάρων ανδρών
2. (στη Ρώμη) α) διοικητής του ενός τετάρτου μιας επαρχίας
β) ο διοικητής μιας από τις ανατολικές χώρες του ρωμαϊκού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -άρχης].

Greek Monotonic

τετράρχης: -ου, ὁ, διοικητής της μιας από τέσσερις επαρχίες, σε Στράβ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τετράρχης: ου ὁ тетрарх (правитель четырех областей или одной четвертой части области) Plut., NT.