φαυλουργός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακός]] [[τεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ουργός</i>]. | |mltxt=-όν, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακός]] [[τεχνίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαῦλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱερ</i>-<i>ουργός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαυλουργός:''' ὁ бракодел Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.
German (Pape)
[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερ-ουργός].
Russian (Dvoretsky)
φαυλουργός: ὁ бракодел Arph.