ἐκκαρπίζομαι: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκαρπίζομαι:''' Μέσ., [[αποδίδω]] ως [[παραγωγή]], ως [[σοδειά]], [[παράγω]] καρπό, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐκκαρπίζομαι:''' Μέσ., [[αποδίδω]] ως [[παραγωγή]], ως [[σοδειά]], [[παράγω]] καρπό, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκαρπίζομαι:''' досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A yield as produce, A.Th.601. II reap, enjoy, τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30 (ii B.C.). III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.
German (Pape)
[Seite 762] entfruchten, ἔδαφος, aussaugen, Theophr. – Frucht bringen, ἄρουρα ἄτης θάνατον ἐκκαρπίζεται Aesch. Spt. 583.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαρπίζομαι: μέσ., παράγω καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 601 (πιθ. νόθος στίχος, ἴδε Πόρσωνα καὶ Ἕρμαννον). ΙΙ. ἐπὶ καλλιεργουμένης γῆς, ἐξαντλοῦμαι, καθίσταμαι ἄγονος, τάχιστα ἐκκαρπίζεται τὰ ἐδάφη Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
porter des fruits, produire.
Étymologie: ἐκ, καρπίζομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. Sch.Luc.Musc.Enc.8]
recolectar, cosechar ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται metáf. un campo (sembrado) de culpa recolecta la muerte A.Th.601, τὰ ἐκ τῆς [γῆς γεν] ήματα PTeb.105.30, cf. BGU 2390.26 (ambos II a.C.)
•en v. act. καρπούς Sch.Luc.l.c.
Greek Monolingual
ἐκκαρπίζομαι (Α)
1. παράγω καρπό
2. καρπώνομαι, απολαμβάνω
3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη.
Greek Monotonic
ἐκκαρπίζομαι: Μέσ., αποδίδω ως παραγωγή, ως σοδειά, παράγω καρπό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκαρπίζομαι: досл. приносить плод, перен. производить, причинять (θάνατον Aesch.).